- ασκοτείνιαστος
- ασκοτείνιαστος, -η, -ο και ασκοτάδιαστος, -η, -ο και ασκοτίδιαστος, -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε σκοτείνιασε, που δεν τον πρόλαβε η νύχτα: Τάχυναν το βήμα για να φτάσουν στο χωριό ασκοτείνιαστοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.